τσοπανάκος

τσοπανάκος
ο
μικρός τσοπάνης, τσοπανόπουλο, μικρός βοσκός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Τσοπανάκος — (1789 – 1825). Όνομα με το οποίο έγινε γνωστός ο ποιητής του Αγώνα Παναγιώτης Κάλλας. Καταγόταν από τη Δημητσάνα, φοίτησε στην περίφημη σχολή της ιδιαίτερής του πατρίδας, εξαιτίας όμως της ασθενικής του κράσης αναγκάστηκε να διακόψει τις σπουδές… …   Dictionary of Greek

  • σίττα — (I) και ψίττα και ψύττα Α επιφώνημα τών βοσκών με το οποίο οδηγούσαν τα ποίμνια (α. «οὐκ ἀπὸ τᾱς κράνας σίττ , ἀμνίδες», Θεόκρ. β. «σίτθ , ἀ Κυμαίθα, ποτὶ τὸν λόφον», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ.]. (II) και λόγιος τ. σίττη, η, Ν ζωολ.… …   Dictionary of Greek

  • σιττίδες — Οικογένεια πουλιών, που είναι γνωστά στη χώρα μας με τα κοινά ονόματα τσοπανάκος, σφυριχτής κλπ. Είναι πολύ ευκίνητα μικρόσωμα πουλιά και είναι τα μόνα που μπορούν να ανεβοκατεβαίνουν πάνω στους κορμούς των δέντρων, με τη βοήθεια των δυνατών… …   Dictionary of Greek

  • κερθιίδες — (certhiidae). Οικογένεια στρουθιομόρφων πτηνών, η οποία περιλαμβάνει μικρά πουλιά με λεπτό και καμπυλωτό ράμφος, μακριά δάχτυλα και νύχια σαν αγκίστρια. Η ουρά τους είναι μονίμως τεντωμένη και πολλές φορές χρησιμεύει ως στήριγμα. Οι κ. ζουν σε… …   Dictionary of Greek

  • σίττη — η είδος πουλιού, τσοπανάκος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσοπανόπουλο — το 1. μικρός τσοπάνης, τσοπανάκος, βοσκόπουλο. 2. ο γιος του βοσκού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”